- παραφωνάζω
- αμετ. сильно кричать; орать (разг ); горланить (прост.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραφωνάζω — φωνάζω κάτι πολύ δυνατά, φωνάζω υπερβολικά … Dictionary of Greek
παραφωνάζω — παραφώναξα, φωνάζω υπερβολικά: Μην παραφωνάζεις και δε με φοβίζεις εμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)